περρέχω

περρέχω
Α
(αιολ. τ.) βλ. περιέχω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”